προστυχεῖς

προστυχεῖς
προστυχής
engaged in
masc/fem acc pl
προστυχής
engaged in
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προστυχής — ές, Α 1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.) 2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» τόν συναντά κάποιος τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀ τυχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”